- σκιαγραφούμαι
- σκιαγραφούμαι, σκιαγραφήθηκα, σκιαγραφημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σκιαγραφοῦμαι — σκιᾱγραφοῦμαι , σκιαγραφέω paint with the shadows pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)